- Σεβαστοδώρητος
- Σεβαστο-δώρητος, ον,A authorized by Imperial grant, of games,
θέμις MAMA4.154
(Apollonia, iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θέμις MAMA4.154
(Apollonia, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεβαστοδώρητος — ον, Α (για αγώνα) ο εξουσιοδοτημένος με αυτοκρατορική άδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + δωρητός (< δωρῶ)] … Dictionary of Greek